πυρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυρά | οι | πυρές |
γενική | της | πυράς | των | πυρών |
αιτιατική | την | πυρά | τις | πυρές |
κλητική | πυρά | πυρές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυρά θηλυκό, μόνο στον ενικό
- εστία φωτιάς
- ... κλιβάνων συνεχούς λειτουργίας και πυράς χαλυβουργικών εργοστασίων και μεταλλουργείων (Β.Δ. 748/1966, ΦΕΚ Α' 179)
- (κυπριακά) η ζέστη
- (ειδικότερα) η φωτιά ως μέσο θανάτωσης ή καταστροφής
- πολλοί άνθρωποι πέθαναν στην πυρά ως αιρετικοί
- Στη Γερμανία του 1939 χιλιάδες βιβλία ρίχτηκαν στην πυρά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στην πυρά : στα σοβαρά ή για λογοπαίγνιο όταν κάτι πρέπει να καταστραφεί ολοσχερώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- πυρά, κλιτικός τύπος < αρχαία ελληνική «τὰ πυρά (φωτιές, συνήθως σε στρατόπεδο)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πυρά ουδέτερο
- πυρ, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
[επεξεργασία]
- ↑ «πυρά» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρά < πῦρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυρά θηλυκό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πυρά ουδέτερο στον πληθυντικό
- πῦρ, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού, φωτιές στο στρατόπεδο που φαίνονται από μακριά
- (κυρίως στην αιτιατική) καίωμεν πυρὰ πολλά
Πηγές[επεξεργασία]
- πυρά στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «πυρά» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)