πυρίαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυρίαμα ουδέτερο
- (ιατρική) θερμό επίθεμα για θεραπευτικό σκοπό, φιάλες θερμού ύδατος, κέραμοι θερμαί και γενικά καταπλάσματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρίαμα
|