πυρίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρίτιδα < ελληνιστική κοινή πυρίτης < πῦρ < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂ur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυρίτιδα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ανακαλύπτω την πυρίτιδα: (ειρωνικό) πιστεύω πως έκανα κάτι σπουδαίο ή πρωτότυπο, ενώ έκανα κάτι συνηθισμένο ή τετριμμένο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πυρίτιδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρίτιδα