πυραμίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πῡρᾰμιδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | πυραμίς | αἱ | πυραμίδες | |
γενική | τῆς | πυραμίδος | τῶν | πυραμίδων | |
δοτική | τῇ | πυραμίδῐ | ταῖς | πυραμίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | πυραμίδᾰ | τὰς | πυραμίδᾰς | |
κλητική ὦ! | πυραμίς* | πυραμίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυραμίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πυραμίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυραμίς < αβέβαιης ετυμολογίας Εάν το σχήμα της πυραμίδας και το γλύκισμα ταυτίζονται ετυμολογικά, τότε < ουσιαστικό πυρός (σιτάρι) + αμ- όπως από το ἀμάω.
- Κατ' άλλη άποψη, < αρχαία αιγυπτιακή pr-m-ws (ύψος πυραμίδας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυραμίς, -ίδος θηλυκό
- η πυραμίδα, το οικοδόμημα στην Αίγυπτο
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 8
- (ελληνιστική σημασία, γλυκό) είδος γλυκίσματος
Πηγές[επεξεργασία]
- πυραμίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυραμίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πυραμίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Γλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)