Μετάβαση στο περιεχόμενο

πυραντοχή

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυραντοχή οι πυραντοχές
      γενική της πυραντοχής των πυραντοχών
    αιτιατική την πυραντοχή τις πυραντοχές
     κλητική πυραντοχή πυραντοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυραντοχή < πυρ- + αντοχή (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fire resistance[1])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pi.ɾan.doˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυραντοχή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυραντοχή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πυραντοχή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)