πυραντοχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυραντοχή οι πυραντοχές
      γενική της πυραντοχής των πυραντοχών
    αιτιατική την πυραντοχή τις πυραντοχές
     κλητική πυραντοχή πυραντοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυραντοχή < πυρ- + αντοχή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.ɾan.doˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρα‐ντο‐χή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυραντοχή θηλυκό

  • η αντοχή στη φωτιά, η δυνατότητα υλικών ή κατασκευών να παραμένουν λειτουργικά σε υψηλές θερμοκρασίες που συμβαίνουν σε πυρκαγιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]