πυραυλομοντελισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυραυλομοντελισμός < πύραυλος + μοντελισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυραυλομοντελισμός αρσενικό
- (αεροπορικός όρος): αεράθλημα, που πραγματοποιείται με τεχνική κατασκευή και πτήση ομοιωμάτων πυραύλων, για ψυχαγωγικούς και επιδεικτικούς λόγους (αγώνες)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυραυλομοντελισμός
|