πυραυλομοντελισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυραυλομοντελισμός οι πυραυλομοντελισμοί
      γενική του πυραυλομοντελισμού των πυραυλομοντελισμών
    αιτιατική τον πυραυλομοντελισμό τους πυραυλομοντελισμούς
     κλητική πυραυλομοντελισμέ πυραυλομοντελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυραυλομοντελισμός < πύραυλος + μοντελισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυραυλομοντελισμός αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]