πυραυλοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυραυλοφόρος η πυραυλοφόρος
πυραυλοφόρα
το πυραυλοφόρο
      γενική του πυραυλοφόρου της πυραυλοφόρου
πυραυλοφόρας
του πυραυλοφόρου
    αιτιατική τον πυραυλοφόρο την πυραυλοφόρο
πυραυλοφόρα
το πυραυλοφόρο
     κλητική πυραυλοφόρε πυραυλοφόρε
πυραυλοφόρα
πυραυλοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυραυλοφόροι οι πυραυλοφόροι
πυραυλοφόρες
τα πυραυλοφόρα
      γενική των πυραυλοφόρων των πυραυλοφόρων των πυραυλοφόρων
    αιτιατική τους πυραυλοφόρους τις πυραυλοφόρους
πυραυλοφόρες
τα πυραυλοφόρα
     κλητική πυραυλοφόροι πυραυλοφόροι
πυραυλοφόρες
πυραυλοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυραυλοφόρος < πύραυλ(ος) + -ο- + -φόρος < φέρω

Επίθετο[επεξεργασία]

πυραυλοφόρος, -ος, -ο

  1. αυτός που φέρει πύραυλο ή πυραύλους
  2. (ναυτικός όρος) αυτός που φέρει εγκατάσταση κατευθυνόμενων βλημάτων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]