πυραυλοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυραυλοφόρος < πύραυλ(ος) + -ο- + -φόρος < φέρω
Επίθετο[επεξεργασία]
πυραυλοφόρος, -ος, -ο
- αυτός που φέρει πύραυλο ή πυραύλους
- (ναυτικός όρος) αυτός που φέρει εγκατάσταση κατευθυνόμενων βλημάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυραυλοφόρος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)