πυργοκεφαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυργοκεφαλία θηλυκό
- (βιολογία) παραμόρφωση του κρανίου στην οποία έχει μεγαλύτερο ύψος μετώπου και κρανιακού θόλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυργοκεφαλία
|