πυργοποιία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυργοποιία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πυργοποιία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυργοποιία

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυργοποιί αἱ πυργοποιίαι
      γενική τῆς πυργοποιίᾱς τῶν πυργοποιιῶν
      δοτική τῇ πυργοποιί ταῖς πυργοποιίαις
    αιτιατική τὴν πυργοποιίᾱν τὰς πυργοποιίᾱς
     κλητική ! πυργοποιί πυργοποιίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυργοποιί
γεν-δοτ τοῖν  πυργοποιίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυργοποιία < πύργ(ος) + -ο- + -ποιία[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: πυργοποιία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυργοποιία θηλυκό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Πηγές[επεξεργασία]