πυργοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυργοποιία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πυργοποιία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυργοποιία
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πύργος
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ.324 - Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- και νέα ελληνικά: πυργοποιία - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα. Αντίστροφο Λεξικό της Νέας Ελληνικής online στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πυργοποιίᾱ | αἱ | πυργοποιίαι |
γενική | τῆς | πυργοποιίᾱς | τῶν | πυργοποιιῶν |
δοτική | τῇ | πυργοποιίᾳ | ταῖς | πυργοποιίαις |
αιτιατική | τὴν | πυργοποιίᾱν | τὰς | πυργοποιίᾱς |
κλητική ὦ! | πυργοποιίᾱ | πυργοποιίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυργοποιίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυργοποιίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυργοποιία < πύργ(ος) + -ο- + -ποιία[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πυργοποιία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυργοποιία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) το κτίσιμο πύργου ( 3ος αιώνας π.Χ. Φίλων ὁ Βυζάντιος (Philo Mechanicus), Βελοποιικά, 82.34)
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές[επεξεργασία]
- πυργοποιία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)