πυργωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυργωτός η πυργωτή το πυργωτό
      γενική του πυργωτού της πυργωτής του πυργωτού
    αιτιατική τον πυργωτό την πυργωτή το πυργωτό
     κλητική πυργωτέ πυργωτή πυργωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυργωτοί οι πυργωτές τα πυργωτά
      γενική των πυργωτών των πυργωτών των πυργωτών
    αιτιατική τους πυργωτούς τις πυργωτές τα πυργωτά
     κλητική πυργωτοί πυργωτές πυργωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυργωτός < ελληνιστική κοινή πυργωτός < αρχαία ελληνική πύργος

Επίθετο[επεξεργασία]

πυργωτός, -ή, -ό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]