πυργόσπιτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυργόσπιτο τα πυργόσπιτα
      γενική του πυργόσπιτου των πυργόσπιτων
    αιτιατική το πυργόσπιτο τα πυργόσπιτα
     κλητική πυργόσπιτο πυργόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυργόσπιτο < πύργ(ος) + -ό- + -σπιτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυργόσπιτο ουδέτερο

  • σπίτι χτισμένο σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνήθως φτιαγμένο από πέτρα με τρεις ή τέσσερις ορόφους, τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήμα για στρατιωτικούς σκοπούς αλλά για για κατοικία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]