πυρεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πυρεῖον τὰ πυρεῖ
      γενική τοῦ πυρείου τῶν πυρείων
      δοτική τῷ πυρεί τοῖς πυρείοις
    αιτιατική τὸ πυρεῖον τὰ πυρεῖ
     κλητική ! πυρεῖον πυρεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρείω
γεν-δοτ τοῖν  πυρείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρεῖον < πῦρ + -εῖον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυρεῖον, -ου πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό (πυρεῖα)

  1. τα ξύλα που έτριβαν μεταξύ τους οι αρχαίοι Έλληνες για να ανάψουν φωτιά και που το μεν σταθερό λεγόταν ἐσχάρα το δε άλλο τρύπανον
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 36 (35-36)
    [ΝΕ.] αὐτόξυλόν γ᾽ ἔκπωμα, φλαυρουργοῦ τινος | τεχνήματ᾽ ἀνδρός, καὶ πυρεῖ᾽ ὁμοῦ τάδε.
    [ΝΕΟ.] Ναι, κι έν᾽ από ξύλο ποτήρι, | σα να το ᾽χει μαστορέψει αδέξιο χέρι· — νά και πυροδότες.
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 4, 435a (434e-435a)
    καὶ τάχ᾽ ἂν παρ᾽ ἄλληλα σκοποῦντες καὶ τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην· καὶ φανερὰν γενομένην βεβαιωσόμεθα αὐτὴν παρ᾽ ἡμῖν αὐτοῖς.
    και ίσως συγκρίνοντάς τα το ένα κοντά στο άλλο και τρίβοντάς τα μεταξύ τους, να κατορθώναμε να ξεπηδήσει, καθώς η φλόγα από τα πυρεία, κι από μέσα τους η δικαιοσύνη· κι αφού έτσι φανερωθεί, θα είναι πια τέλεια βεβαιωμένη για μας η ύπαρξή της.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  2. κεραμεικό αγγείο στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]