πυρηνοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρηνοειδής η πυρηνοειδής το πυρηνοειδές
      γενική του πυρηνοειδούς* της πυρηνοειδούς του πυρηνοειδούς
    αιτιατική τον πυρηνοειδή την πυρηνοειδή το πυρηνοειδές
     κλητική πυρηνοειδή(ς) πυρηνοειδής πυρηνοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρηνοειδείς οι πυρηνοειδείς τα πυρηνοειδή
      γενική των πυρηνοειδών των πυρηνοειδών των πυρηνοειδών
    αιτιατική τους πυρηνοειδείς τις πυρηνοειδείς τα πυρηνοειδή
     κλητική πυρηνοειδείς πυρηνοειδείς πυρηνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρηνοειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρηνοειδής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]