πυριτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πυριτικός, -ή, -ό,
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυριτικός
|