πυριτικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πυριτικών
- γενική πληθυντικού του πυριτικός
- γενική πληθυντικού του πυριτική
- γενική πληθυντικού του πυριτικό