πυρογενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρογενής η πυρογενής το πυρογενές
      γενική του πυρογενούς* της πυρογενούς του πυρογενούς
    αιτιατική τον πυρογενή την πυρογενή το πυρογενές
     κλητική πυρογενή(ς) πυρογενής πυρογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρογενείς οι πυρογενείς τα πυρογενή
      γενική των πυρογενών των πυρογενών των πυρογενών
    αιτιατική τους πυρογενείς τις πυρογενείς τα πυρογενή
     κλητική πυρογενείς πυρογενείς πυρογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρογενής < πυρο- + -γενής

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρογενής, -ής, -ές

  1. που δημιουργήθηκε, σχηματίστηκε από φωτιά
  2. που σφυρηλατήθηκε με τη χρήση φωτιάς

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πυρογενήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πυριγενής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πυρογενής τὸ πυρογενές
      γενική τοῦ/τῆς πυρογενοῦς τοῦ πυρογενοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πυρογενεῖ τῷ πυρογενεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρογεν τὸ πυρογενές
     κλητική ! πυρογενές πυρογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυρογενεῖς τὰ πυρογεν
      γενική τῶν πυρογενῶν τῶν πυρογενῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πυρογενέσ(ν) τοῖς πυρογενέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυρογενεῖς τὰ πυρογεν
     κλητική ! πυρογενεῖς πυρογεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυρογενεῖ τὼ πυρογενεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πυρογενοῖν τοῖν πυρογενοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

πυρογενής < πυρο- + -γενής (πῦρ + γίγνομαι)

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρογενής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

πυρογενής < πυρο- + -γενής (πυρός + γίγνομαι)

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρογενής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]