πυροκροτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροκροτικός η πυροκροτική το πυροκροτικό
      γενική του πυροκροτικού της πυροκροτικής του πυροκροτικού
    αιτιατική τον πυροκροτικό την πυροκροτική το πυροκροτικό
     κλητική πυροκροτικέ πυροκροτική πυροκροτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροκροτικοί οι πυροκροτικές τα πυροκροτικά
      γενική των πυροκροτικών των πυροκροτικών των πυροκροτικών
    αιτιατική τους πυροκροτικούς τις πυροκροτικές τα πυροκροτικά
     κλητική πυροκροτικοί πυροκροτικές πυροκροτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροκροτικός < πυροκροτητής + -ικός (με απλοποίηση)

Επίθετο[επεξεργασία]

πυροκροτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]