πυρολιθικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρολιθικός, -ή, -ό
- (γεωλογία): ο σχετικός με πυρόλιθο
- αυτός που περιέχει πυρόλιθο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρολιθικός
|