πυρολυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρολυτικός, -ή, -ό
- (χημεία) ο σχετικός με πυρόλυση
- ↪ πυρολυτικός κλίβανος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρολυτικός
|