πυρομεταλλουργικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρομεταλλουργικός η πυρομεταλλουργική το πυρομεταλλουργικό
      γενική του πυρομεταλλουργικού της πυρομεταλλουργικής του πυρομεταλλουργικού
    αιτιατική τον πυρομεταλλουργικό την πυρομεταλλουργική το πυρομεταλλουργικό
     κλητική πυρομεταλλουργικέ πυρομεταλλουργική πυρομεταλλουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρομεταλλουργικοί οι πυρομεταλλουργικές τα πυρομεταλλουργικά
      γενική των πυρομεταλλουργικών των πυρομεταλλουργικών των πυρομεταλλουργικών
    αιτιατική τους πυρομεταλλουργικούς τις πυρομεταλλουργικές τα πυρομεταλλουργικά
     κλητική πυρομεταλλουργικοί πυρομεταλλουργικές πυρομεταλλουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρομεταλλουργικός < μεταλλουργ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρομεταλλουργικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]