πυρομεταλλουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρομεταλλουργικός < μεταλλουργ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρομεταλλουργικός, -ή, -ό
- (χημεία, ορυκτολογία) ο σχετικός με την πυρομεταλλουργία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρομεταλλουργικός
|