πυροστιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πυροστία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυροστιά οι πυροστιές
      γενική της πυροστιάς των πυροστιών
    αιτιατική την πυροστιά τις πυροστιές
     κλητική πυροστιά πυροστιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροστιά < μεσαιωνική ελληνική πυροστία < πυρεστία < αρχαία ελληνική πῦρ + ἑστία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυροστιά θηλυκό

  1. (κουζινικά) μεταλλικό τρίποδο που το έβαζαν πάνω στην φωτιά και επί του οποίου τοποθετούσαν κάποιο σκεύος (κατσαρόλα, τηγάνι κ.λπ.) για μαγείρεμα
  2. (κατ’ επέκταση) τζάκι
  3. (αστρονομία) ο αστερισμός του Hνιόχου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]