πυροτέχνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυροτέχνημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυροτέχνημα ουδέτερο
- αντικείμενο που περιέχει μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης και, αφού εκτοξευθεί, εκρήγνυται στον αέρα παράγοντας εντυπωσιακή λάμψη και χρώματα
- (μεταφορικά) εντυπωσιακή ενέργεια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο