Μετάβαση στο περιεχόμενο

πυροτέχνημα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυροτέχνημα τα πυροτεχνήματα
      γενική του πυροτεχνήματος των πυροτεχνημάτων
    αιτιατική το πυροτέχνημα τα πυροτεχνήματα
     κλητική πυροτέχνημα πυροτεχνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυροτέχνημα < πυρο- + -τέχνημα[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική feu d'artifice[1] [2])
Πυροτεχνήματα στον νυχτερινό ουρανό.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυροτέχνημα ουδέτερο

  1. το αντικείμενο που περιέχει μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης και, αφού εκτοξευθεί, εκρήγνυται στον αέρα παράγοντας εντυπωσιακή λάμψη και χρώματα
  2. (μεταφορικά) η εντυπωσιακή ενέργεια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. 1 2 πυροτέχνημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πυροτέχνημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)