πυροτεχνική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυροτεχνική οι πυροτεχνικές
      γενική της πυροτεχνικής των πυροτεχνικών
    αιτιατική την πυροτεχνική τις πυροτεχνικές
     κλητική πυροτεχνική πυροτεχνικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυροτεχνική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πυροτεχνικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυροτεχνική θηλυκό

  1. (επάγγελμα) η τέχνη ή η εργασία του πυροτέχνη
  2. (στρατιωτικός όρος, επάγγελμα) άλλη μορφή του πυροτεχνουργία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πυροτεχνική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]