πυροτεχνουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυροτεχνουργός < (πυρο- + τεχνουργός) λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrotechnicien < pyrotechnie < πῦρ + τέχνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυροτεχνουργός αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης ειδικευμένος σε υλικά που χρησιμοποιούνται για τη γόμωση πυρομαχικών και πυροτεχνημάτων
- (ειδικότερα, επάγγελμα) τεχνίτης εξειδικευμένος στην εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυροτεχνουργός
|