πυροτεχνουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροτεχνουργός οι πυροτεχνουργοί
      γενική του πυροτεχνουργού των πυροτεχνουργών
    αιτιατική τον πυροτεχνουργό τους πυροτεχνουργούς
     κλητική πυροτεχνουργέ πυροτεχνουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροτεχνουργός < (πυρο- + τεχνουργός) λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrotechnicien < pyrotechnie < πῦρ + τέχνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυροτεχνουργός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) τεχνίτης ειδικευμένος σε υλικά που χρησιμοποιούνται για τη γόμωση πυρομαχικών και πυροτεχνημάτων
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) τεχνίτης εξειδικευμένος στην εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]