πυρπάλαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρπάλαμος, -ος, -ον
- κατεργασμένος με φωτιά
- διάπυρος, πύρινος, πυρφόρος
- ※ καί νῦν ἐπωνυμίαν χάριν / νίκας ἀγερώχου, κελαδησόμεθα βροντὰν / καὶ πυρπάλαμον βέλος / ὀρσικτύπου Διός
- θα ψάλουμε τραγούδι που έχει το όνομα / της υπέροχης νίκης και θα υμνήσουμε τη βροντή / και την πυρφόρα αστραπή / του βροντερόχτυπου Δία
- Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, 78-81 greek-language.gr Μετάφραση: Ιωάννης Οικονομίδης
- ※ καί νῦν ἐπωνυμίαν χάριν / νίκας ἀγερώχου, κελαδησόμεθα βροντὰν / καὶ πυρπάλαμον βέλος / ὀρσικτύπου Διός
- (κατά τον Ησύχιο) πολυμήχανος, εύστροφος
- ※ πυρπαλάμους ἔλεγον τοὺς διὰ τάχους τι μηχανᾶσθαι δυναμένους, καὶ τοὺς ποικίλους τὸ ἦθος (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Π)
Κλίση[επεξεργασία]
|