πυρπολῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πυρπολῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πυρπολῶ
- συνηρημένη μορφή του πυρπολέω
→ δείτε τη λέξη πυρπολέω