πυρρόχρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυρρόχρους < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρρόχρους
Επίθετο
[επεξεργασία]πυρρόχρους, -ους, -ουν (γενική: του πυρρόχρου) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πυρρόχρους)
- (παρωχημένο, λόγιο) που έχει το χρώμα της φωτιάς, το ξανθοκόκκινο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυρρόχρους
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
πῠροχρο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | πυρρόχρους | τὸ | πυρρόχρουν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πυρρόχρου | τοῦ | πυρρόχρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πυρρόχρῳ | τῷ | πυρρόχρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πυρρόχρουν | τὸ | πυρρόχρουν | ||
κλητική ὦ! | πυρρόχρους | πυρρόχρουν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πυρρόχροι | τὰ | πυρρόχροᾰ | ||
γενική | τῶν | πυρρόχρων | τῶν | πυρρόχρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πυρρόχροις | τοῖς | πυρρόχροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πυρρόχρους | τὰ | πυρρόχροᾰ | ||
κλητική ὦ! | πυρρόχροι | πυρρόχροᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυρρόχρω | τὼ | πυρρόχρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυρρόχροιν | τοῖν | πυρρόχροιν | ||
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." Μόνο συνηρημένο." | ||||||
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πυρρόχρους, -ους, -ουν
- (ελληνιστική κοινή) διαφορετική μορφή του πυρίχρως: που έχει το χρώμα της φλόγας, της φωτιάς, ο πυρρόξανθος
Πηγές
[επεξεργασία]- πυρρόχρους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'εὔνοος εὔνους' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'εὔνους' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εὔνους' (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'εὔνοος εὔνους' μόνο συνηρημένα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα πυρρό- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -χρους (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)