πυρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρωτικός < (ελληνιστική κοινή) πυρωτικός < αρχαία ελληνική πυρόω / πυρῶ < πῦρ
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρωτικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που έχει σχέση με την πύρωση, αναφέρεται σ' αυτή ή την προκαλεί
- (ουσιαστικοποιημένο) πυρωτικό: ποτό που σε «θερμαίνει», θερμαντικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρωτικός < αρχαία ελληνική πυρόω / πυρῶ < πῦρ
Επίθετο[επεξεργασία]
πυρωτικός, -ή, -ό
- ((ελληνιστική κοινή)) (μεσαιωνική ελληνική) πυρωτικός
- Ὢ πυρωτικής φιλαργυρίας ἄσπονδε! Λήθης ὅθεν ἔτυχες, ὅτι ψυχῆς, οὐδ' ὃς ἰσοστάσιος ὁ Κόσμος, ὡς ἐδιδάχθης· ἀπογνώσει γὰρ σαυτόν, ἑβρόχισας ἀνάψας, προδότα. Φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σῶσον ἡμᾶς. (Από την 9η ωδή του Κανόνος της Μεγάλης Τετάρτης)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)