πυρωτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυρωτικός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πυρόω / πυρῶ < πῦρ
Επίθετο
[επεξεργασία]πυρωτικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που έχει σχέση με την πύρωση, αναφέρεται σ' αυτή ή την προκαλεί
- (ουσιαστικοποιημένο) πυρωτικό: ποτό που σε «θερμαίνει», θερμαντικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυρωτικός < αρχαία ελληνική πυρόω / πυρῶ < πῦρ
Επίθετο
[επεξεργασία]πυρωτικός, -ή, -ό
- (ελληνιστική κοινή) (μεσαιωνική ελληνική) πυρωτικός
- Ὢ πυρωτικής φιλαργυρίας ἄσπονδε! Λήθης ὅθεν ἔτυχες, ὅτι ψυχῆς, οὐδ' ὃς ἰσοστάσιος ὁ Κόσμος, ὡς ἐδιδάχθης· ἀπογνώσει γὰρ σαυτόν, ἑβρόχισας ἀνάψας, προδότα. Φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σῶσον ἡμᾶς. (Από την 9η ωδή του Κανόνος της Μεγάλης Τετάρτης)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- πυρωτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης&1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)