Μετάβαση στο περιεχόμενο

πυρόλιθος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρόλιθος οι πυρόλιθοι
      γενική του πυρόλιθου
& πυρολίθου
των πυρόλιθων
& πυρολίθων
    αιτιατική τον πυρόλιθο τους πυρόλιθους
& πυρολίθους
     κλητική πυρόλιθε πυρόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρόλιθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυρόλιθος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]