πυρόμετρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρόμετρον (μαρτυρείται από το 1766) [1] < → και δείτε τη λέξη πυρόμετρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυρόμετρον, -ου ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πυρόμετρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]