πυρόφιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρόφιλος η πυρόφιλη το πυρόφιλο
      γενική του πυρόφιλου της πυρόφιλης του πυρόφιλου
    αιτιατική τον πυρόφιλο την πυρόφιλη το πυρόφιλο
     κλητική πυρόφιλε πυρόφιλη πυρόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρόφιλοι οι πυρόφιλες τα πυρόφιλα
      γενική των πυρόφιλων των πυρόφιλων των πυρόφιλων
    αιτιατική τους πυρόφιλους τις πυρόφιλες τα πυρόφιλα
     κλητική πυρόφιλοι πυρόφιλες πυρόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρόφιλος < πυρό- + -φιλος, κυριολεκτικά: που αγαπά τη φωτιά, που έχει έλξη προς αυτήν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

πυρόφιλος, -η, -ο

  • (γεωπονία) χαρακτηρισμός για φυτά - δέντρα που καίγονται εύκολα εξωτερικά, αλλά και αναγεννιούνται χωρίς δυσκολία μετά από φωτιά, επωφελούμενα της καταστροφής του γύρω χώρου από την πυρκαγιά, που δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για να επεκταθεί η βλάστησή τους
    ※  «Είμαστε μεσογειακή χώρα και τα ενδημικά δασικά μας είδη είναι πυρόφιλα είδη», δήλωσε ο δασολόγος και δασάρχης Κιλκίς Γιώργος Βούρτσας […] «Ορισμένα είδη πεύκης με φυσική νομοτέλεια θα καούν κάποια στιγμή και ευνοούνται και μετά στην αναδάσωση, με την αναγέννηση από το κάψιμό τους»
    «Δασάρχης Κιλκίς: Θα πρέπει να πάμε σε μείξη των δασών», dasarxeio.com (14 Αυγούστου 2019)· πρόσβαση: 2021-08-08.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Γεώργιος Ν. Δημητρέλλος, Επιπτώσεις των δασικών πυρκαγιών στο περιβάλλον. Οικολογία δασικών πυρκαγιών. Διαχείριση καμένων εκτάσεων (Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών), σσ. 38-40. Στον ιστότοπο eclass.upatras.gr· πρόσβαση: 2021-08-08.