πυρ ομαδόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρ ομαδόν < πυρ + ομαδόν

Έκφραση[επεξεργασία]

πυρ ομαδόν

  1. ομαδικά πυρά, ομοβροντία
  2. υπό μορφή ομαδικών πυρών
  3. (μεταφορικά): κατηγορητήρια από πολλούς μαζί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]