πυόρροια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυόρροια οι πυόρροιες
      γενική της πυόρροιας των πυορροιών
    αιτιατική την πυόρροια τις πυόρροιες
     κλητική πυόρροια πυόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυόρροια < ελληνιστική κοινή πυόρροια < αρχαία ελληνική πύον + ῥέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυόρροια θηλυκό

  • (ιατρική) εκροή πύου
    φατνιακή πυόρροια: πυώδης φλεγμονή των ιστών που περιβάλλουν το δόντι
    ※  Όταν ο πάσχων προσπαθεί να καθαρίσει τα βύσματα με μπατονέτα, τα ωθεί προς το τύμπανο επιτείνοντας τη βαρηκοΐα, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να τραυματίσει τον έξω ακουστικό πόρο και να προκαλέσει έντονες φλεγμονές με πόνο και πυόρροια (*)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]