πωλούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πωλούμαι (μέση-παθητική φωνή του ρήματος πωλώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

πωλούμαι

  1. επί αντικειμένων, διατίθεμαι για αγορά
    το τραπέζι πωλείται μαζί με τις καρέκλες
  2. επί προσώπων διαθέτω ο ίδιος τον εαυτό μου ή με διαθέτουν άλλοι προς χρήση σαν αντικείμενο
    χιλιάδες Αφρικανοί πουλήθηκαν στο δουλεμπόριο
  3. (μεταφορικά) επί προσώπων εξαγοράζομαι
  4. επί αφηρημένων ιδεών, προδίδομαι
    ο αγώνας πουλήθηκε


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]