πωλέω

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από πωλῶ)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πωλέω < πρόσφυμα -ε- στο θέμα -πωλ- < κατά μετάπτωση από το -πελ-

Ρήμα[επεξεργασία]

πωλέω (συνηρημένο: πωλῶ)

  1. πουλώ, ανταλλάσσω εμπορεύματα, προσφέρω προς πώληση
  2. (μεταφορικη έννοια) προδίδω, καθιστώ αντικείμενο συναλλαγής

Συγγενικά[επεξεργασία]