πόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόκος < πέκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόκος αρσενικό πληθ. πόκες ή πόκαι
Παράγωγα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πόκος
|