πόλντερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόλντερ < (άμεσο δάνειο) ολλανδική polder
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόλντερ ουδέτερο άκλιτο
- περιοχές που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας
- ※ Η Ολλανδία διαθέτει πάνω από 4.000 πόλντερς, δηλαδή τμήματα επιφάνειας του εδάφους της, ευρισκόμενα σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο της θάλασσας (Πλωτό συγκρότημα κατοικιών με «πράσινες» στέγες, εφημερίδα Real, 8/10/2013 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πόλντερ
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Δάνεια από τα ολλανδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ολλανδικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)