πόλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόλο ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) είδος παιχνιδιού στο οποίο δυο έφιππες ομάδες προσπαθούν να σπρώξουν μια ξύλινη μπάλα με ένα είδος σφυριού με επίμηκες χερούλι
- (ναυτικός όρος): ναυτάθλημα, η υδατοσφαίριση
- κοντομάνικο μπλουζάκι με γιακά και άνοιγμα στο λαιμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδατοσφαίριση
→ δείτε τη λέξη υδατοσφαίριση |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πόλο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του πόλος
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)