πόμολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πόμολο τα πόμολα
      γενική του πόμολου των πόμολων
    αιτιατική το πόμολο τα πόμολα
     κλητική πόμολο πόμολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόμολο < (άμεσο δάνειο) ιταλική pomolo / pomelo < δημώδης λατινική pomellum < υποκοριστικό της λατινικά pomum
Το πόμολο της πόρτας βρίσκεται πάνω από την κλειδαριά.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpo.mo.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐μο‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πόμολο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]