πόμπα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πόμπα | πόμπες |
γενική | πόμπας | |
αιτιατική | πόμπα | πόμπες |
κλητική | πόμπα | πόμπες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόμπα θηλυκό (κυπριακή διάλεκτος)
πόμπα λέγεται η βόμβα και η αντλία στο Συμαϊκό ιδίωμα.
Επίρρημα[επεξεργασία]
πόμπα
-
- νιώθω πόμπα (νιώθω απίθανα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πόμπα