πόνημα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πόνημα | τα | πονήματα |
| γενική | του | πονήματος | των | πονημάτων |
| αιτιατική | το | πόνημα | τα | πονήματα |
| κλητική | πόνημα | πονήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πόνημα < αρχαία ελληνική πόνημα < πονέομαι < πόνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpo.ni.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐νη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πόνημα ουδέτερο
- έργο που εκτελείται, εργασία
- ※ Εἰς σᾶς, ὦ γενναῖοι συναγωνισταὶ τοῦ ἀοιδίμου Καραϊσκάκη, ἀφιερόνω τὸ παρόν μου πόνημα. (Δημήτριος Αινιάν, Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, Αφιέρωσις του συγγραφέως)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πόνημα < πονέομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πόνημα ουδέτερο
- το έργο, η εργασία, το αποτέλεσμα της εργασίας (το μέλι ως πόνημα της μέλισσας, το βιβλίο ως πόνημα του συγγραφέα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)