Μετάβαση στο περιεχόμενο

πόντος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Πόντος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόντος οι πόντοι
      γενική του πόντου των πόντων
    αιτιατική τον πόντο τους πόντους
     κλητική πόντε πόντοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
πόντος < αρχαία ελληνική πόντος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pónteh₁s (μονοπάτι, δρόμος) < *pónth₁s < *pent-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόντος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
πόντος < (άμεσο δάνειο) βενετική ponto < λατινική punctum (σημείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόντος αρσενικό

  1. εκατοστό του μέτρου
  2. βαθμός που αυξάνει το σκορ σε άθλημα, χαρτοπαίγνιο κλπ
  3. (στο πλέξιμο) μια θηλιά
      και σαν έφτασε μπρος μου, κάνει ν' απλώσει το χέρι, μα ξάφνου το τραβάει και λέει: «Αχ, κούκλα μου, σου 'φυγε πόντος!» κι εγώ έσκουξα, γιατί το καλτσόν μου ήταν ολοκαίνουργιο, και τι θα 'κανα, έπρεπε να βρω βερνίκι να βάψω την τρύπα ή να τρέχω στο Μετς να πάρω άλλο (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]