πόντσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόντσο < (άμεσο δάνειο) ισπανική poncho < κέτσουα punchu
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόντσο ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) τετράγωνο ένδυμα, χωρίς χέρια, με τρύπα στη μέση που φοριέται σαν πανωφόρι, νοτιοαμερικανικής προέλευσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα κέτσουα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)