πόταμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πόταμος, ποταμός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόταμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποταμός με μετακίνηση τόνου. Κατά τον Κωνσταντίνο Μηνά, η μετακίνηση τόνου με μεγεθυντική σημασία.[1]
Δείτε και ιδιωματικά με διαφορετική σημασία στην ετυμολόγηση του Τζιτζιλή.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpo.ta.mos/ προφορά ιδιωματικού κατά την κοινή νεοελληνική
όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου τον: ΔΦΑ : /tom‿ˈbo.ta.mon/ (τον πόταμον)
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐τα‐μος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πόταμος αρσενικό

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Κωνσταντίνος Μηνάς, Μελέτες νεοελληνικής διαλεκτολογίας (Αθήνα: Τυπωθήτω - Γ. Δαρδανός, 2004), σ. 319.
  2. παροιμία, Ήπειρος, 1913 - Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας