πότζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πότζα < βενετική bozza

Επιφώνημα[επεξεργασία]

πότζα

Επίρρημα[επεξεργασία]

πότζα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

πότζα λαμπάντα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) όταν ένα ιστιοπλοϊκό πλοίο που είναι πρύμα αλλάζει πλεύση και γίνεται από αριστερήνεμο δεξήνεμο ή αντίστροφα γυρνώντας σε μία πλήρη περιστροφή και κάνοντας τακ αντί για πότζα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]