πότνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πότνια | οι | πότνιες |
γενική | της | πότνιας | των | ποτνιών |
αιτιατική | την | πότνια | τις | πότνιες |
κλητική | πότνια | πότνιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πότνια < αρχαία ελληνική πότνια < πρωτοελληνική *pótnia < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pótnih₂
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πότνια θηλυκό
- (θρησκεία) προσφώνηση αρχαίας θεότητας
- (αρχαιοπρεπές) εξέχουσα αρχαία γυναίκα, σεβαστή κυρία ή βασίλισσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)