πύαρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πύαρ < μεσαιωνική ελληνική πῦαρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πύαρ ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πύαρ
→ δείτε τη λέξη πρωτόγαλα |