πύλαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πύλαι < πύλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πύλαι θηλυκό στον πληθυντικό

  1. η κεντρική είσοδος
  2. τα πρόθυρα
  3. (γενικότερα) το άνοιγμα, η οπή, η στενή δίοδος ανάμεσα σε βουνά ή, για θαλάσσιο δρόμο, ανάμεσα σε ξηρά