πύλαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πύλαι < πύλη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πύλαι θηλυκό στον πληθυντικό
- η κεντρική είσοδος
- τα πρόθυρα
- (γενικότερα) το άνοιγμα, η οπή, η στενή δίοδος ανάμεσα σε βουνά ή, για θαλάσσιο δρόμο, ανάμεσα σε ξηρά