πύλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πύλη | οι | πύλες |
γενική | της | πύλης | των | πυλών |
αιτιατική | την | πύλη | τις | πύλες |
κλητική | πύλη | πύλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πύλη < αρχαία ελληνική πύλη
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πύλη θηλυκό
- λογικό κύκλωμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
- ιστοσελίδα με ποικίλο περιεχόμενο
- είσοδος, πόρτα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ωραία πύλη / Ωραία Πύλη: η κεντρική είσοδος στο ιερό χριστιανικού ναού
- υψηλή πύλη: η τουρκική κυβέρνηση (κατά την περίοδο που υπήρχε Σουλτάνος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πύλη
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πύλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πύλη θηλυκό
- το καθένα από τα δύο φύλλα πόρτας
- (κατʼ επέκταση) η είσοδος, η πόρτα σε κτίσμα
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)