πύρρειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πύρρειος η πύρρεια
πύρρειος
το πύρρειο
      γενική του πύρρειου
πυρρείου
της πύρρειας
πυρρείου
του πύρρειου
πυρρείου
    αιτιατική τον πύρρειο την πύρρεια
πύρρειο
το πύρρειο
     κλητική πύρρειε πύρρεια
πύρρειε
πύρρειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πύρρειοι οι πύρρειες
πύρρειοι
τα πύρρεια
      γενική των πύρρειων
πυρρείων
των πύρρειων
πυρρείων
των πύρρειων
πυρρείων
    αιτιατική τους πύρρειους
πυρρείους
τις πύρρειες
πυρρείους
τα πύρρεια
     κλητική πύρρειοι πύρρειες
πύρρειοι
πύρρεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πύρρειος < αρχαίο ΄όνομα Πύρρ(ος) (ελληνιστική περίοδος για τον βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο)[1] + -ειος, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Pyrrhic < αρχαία ελληνική Πύρρος[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpi.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πύρ‐ρει‐ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

πύρρειος

  • που σχετίζεται με τις βαριές απώλειες σε στρατιωτική νίκη του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου
    στην έκφραση πύρρειος νίκη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πύρρειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας